διάλειμμα: προσωρινή διακοπή μιας κατάστασης ή δραστηριότητας, συνήθως για ξεκούραση των συμμετεχόντων
πηγή:http://el.wiktionary.org/wiki/%CE%B4%CE%B9%CE%AC%CE%BB%CE%B5%CE%B9%CE%BC%CE%BC%CE%B1
ετυμολογία: διάλειμμα< δια+λείπω+μα
*στη σύνθεση χάνεται το φωνήεν ωμέγα και στη συνέχεια αφομοιώνεται το σύμφωνο π (της λέξης λείπω) με το σύμφωνο μ (της κατάληξης -μα που χρησιμοποιείται για την παραγωγή του ουσιαστικού) για χάρη ευκολότερης προφοράςπηγή:http://el.wiktionary.org/wiki/%CE%B4%CE%B9%CE%AC%CE%BB%CE%B5%CE%B9%CE%BC%CE%BC%CE%B1
Χε χε! Εγώ πάλι νομίζω ότι θέλει δύο μ, επειδή όταν το σκεφτόμαστε λέμε "μμμ!"
ΑπάντησηΔιαγραφήΝαι, το βλέπω...εσύ συντάσσεσαι με τους ετοιμόλογους.
ΔιαγραφήΕτοιμάσου να πρωταγωνιστήσεις στο επόμενο καρτούν!:D