Σελίδες

Παρασκευή 16 Σεπτεμβρίου 2011

Το δάσος κινδυνεύει...


Μια όμορφη και ηλιόλουστη μέρα στο πανέμορφο και μεγάλο δάσος, τα ζώα άρχισαν να ξυπνάνε και να βγαίνουν από τις φωλιές τους. Τα δέντρα τίναζαν τα κλαδιά τους από τις πράσινες δροσοσταλίδες και τα λουλούδια άνοιγαν τα πέταλά τους και απολάμβαναν τις όμορφες μελωδίες των πουλιών.
Δύο μικρά σκιουράκια, ο Μάικ και η Λόλα βγήκαν από τη μεγάλη κουφάλα ενός πλάτανου και αποφάσισαν να σκαρφαλώσουν και να παίξουν. Όταν σκαρφάλωσαν στο δέντρο είδαν από μακριά μια μεγάλη κίτρινη φαγάνα να πλησιάζει τα δέντρα και τα λουλούδια που βρίσκονταν εκεί. Αμέσως έτρεξαν με όλη τους τη δύναμη να ειδοποιήσουν και τα άλλα ζώα.
Το έδαφος τραντάζονταν από τα μεγάλα μηχανήματα και τα τσεκούρια των ξυλοκόπων. Τα ζώα μαζεύτηκαν γρήγορα για να συζητήσουν πώς θα αντιμετώπιζαν τους ξένους εισβολείς.  Την ώρα που συζητούσαν είχαν κοπεί ήδη μερικά δέντρα και τα δέντρα που ζούσαν σε αυτά αντίκριζαν τα αβγά τους να σπάνε και πετούσαν τρομοκρατημένα.
Τότε τα ζώα αποφάσισαν γρήγορα να αντιδράσουν. Άρχισαν να μαζεύουν ότι θα μπορούσαν να χρησιμοποιήσουν κατά των εισβολέων. Οι αρουραίοι και οι κάστορες έτρεχαν στα μηχανήματα και με τα δόντια τους ροκάνιζαν τις ρόδες τους για να τις τρυπήσουν. Τα πουλιά και τα σκιουράκια μάζευαν βελανίδια και τα πετούσαν στα κεφάλια των ξυλοκόπων. Οι άνθρωποι σταμάτησαν σαστισμένοι. Δεν μπορούσαν να καταλάβουν τι συνέβαινε στο δάσος. Κάποιοι φοβήθηκαν. Αργότερα έφυγαν από το δάσος και αποφάσισαν να συνεχίσουν την επόμενη μέρα.
Τα ζώα νόμιζαν ότι είχαν νικήσει…
Αγγελική Μ., Ε1΄


Σε ένα δάσος πολύ μακριά από εδώ ζούσαν ευτυχισμένα όλα τα ζωάκια. Ο Τομ ο λαγός και ο Νικ το ελαφάκι ήταν οι δύο πιο καλοί φίλοι. Σε όλα τα ζωάκια άρεσε σαν ερχόντουσαν οι άνθρωποι που αγαπούσαν το δάσος αλλά πιο πολύ στον Τομ και στο Νίκ. Τους άρεσε να τους βλέπουν να παίζουν και να τρέχουν στα μονοπάτια και κοντά στο ποτάμι.
Μια μέρα ήρθαν όπως συνήθως άνθρωποι στο δάσος, όμως αυτοί δεν ήταν σαν τους άλλους χαρούμενοι. Το αντίθετο φαίνονταν τόσο κακοί. Ήταν παράνομοι ξυλοκόποι και ετοιμάζονταν να κόψουν τα δέντρα του δάσους. Τα ζώα μόλις είδαν το πρώτο δέντρο να πέφτει μπήκαν  γρήγορα στις φωλιές τους. όταν οι άνθρωποι έφυγαν τότε μόνο τα τρομαγμένα ζωάκια βγήκαν από τις φωλιές τους. το δάσος του καταστράφηκε εντελώς και τα ίδια δεν μπορούσαν να κάνουν τίποτα.
Όλα μαζί προσπάθησαν να βρουν μια λύση. Όμως τίποτα δε γινόταν πια. Ξαφνικά ο Τομ σκέφτηκε τους ανθρώπους που αγαπούσαν το δάσος. Αυτοί θα μας βοηθήσουν, σκέφτηκε και πήγε να πει την ιδέα του στο φίλο του το Νίκ. Ο Νίκ τρελάθηκε από τη χαρά του και φυσικά συμφώνησε. Ξαφνικά οι άνθρωποι που αγαπούσαν το δάσος ήρθαν για να περάσουν εκεί μια ηλιόλουστη μέρα. Όταν είδαν τα δέντρα του δάσους κομμένα τρόμαζαν. Τα ζώα τους είπαν το πρόβλημά τους και οι άνθρωποι δέχτηκαν να βοηθήσουν. Μαζί με τη βοήθεια των ζώων φύτεψαν δέντρα και φυτά. 
Με τη βοήθεια των ανθρώπων το δάσος ξαναγέμισε χαρά και ευτυχία.
Παναγιώτα Κ., Ε1΄


Κάποτε σε ένα δάσος στη Χαλκιδική, ζούσαν πολλά ζώα, μικρά και μεγάλα. Περνούσαν πολύ ωραία. Τα μικρά ζωάκια έπαιζαν, έτρεχαν και τα μεγάλα έψαχναν τροφή για το χειμώνα.
Στο κέντρο του δάσους υπήρχε ένα δέντρο που είχε μια κουφάλα. Μέσα σε αυτό ζούσε μια γέρικη χελώνα. Αλλά δεν ήταν μια οποιαδήποτε χελώνα, ήταν η εξυπνότερη χελώνα στο δάσος, που τη λέγανε Παντελή. Τα ζώα πήγαιναν στον Παντελή για να τους πει ποιο είναι το σωστό και ποιο το λάθος. Ο Παντελής δεν έμενε σε ένα συνηθισμένο δέντρο αλλά σε ένα γέρικο πεύκο. Στη μισή πλευρά του δάσους ζούσαν τα μικρά ζώα και στην άλλη τα μεγάλα. Στην πλευρά όπου υπήρχαν τα μικρά ζώα ήταν: ο Γιώργος ο μικρός σκαντζόχοιρος, ο Ζαχαρίας ο σκίουρος, η Μαργαρίτα η χελώνα, η Σοφία η κουκουβάγια, η Γωγώ η αλεπού, ο Μίμης ο λαγός, ο Γιάννης το κουνέλι και ο Θοδωρής το κοτσίφι. Στην άλλη πλευρά ζούσε η Χρύσα το ελάφι, η Πηνελόπη η αρκούδα και ο Πέτρος ο λύκος.
Έφτασε ο χειμώνας και όλα τα ζώα ήταν μέσα στις φωλιές τους. Ώσπου μια στιγμή βλέπουν τους ανθρώπους να έρχονται. Και τότε φώναξε ο Θοδωρής το κοτσίφι που πετούσε προς τη φωλιά του: «Έρχονται οι άνθρωποι με κάτι τσεκούρια, τρέξτε, τρέξτε!!!».
Ο σοφός Παντελής λέει τότε: «Πού πάτε; Δε θα αντισταθείτε;».
- Μας βλέπεις έτοιμους να αντισταθούεμε;
- Όχι, αλλά αυτό πρέπει να κάνετε. Θα πάτε;
- Εντάξει θα πάμε, είπαν τα ζώα.
Οι ξυλοκόποι άρχισαν να κόβουν τα δέντρα για να φτιάξουν κάποιοι άλλοι εργοστάσια. Οι σκαντζόχοιροι τους  τσιμπούσαν, το ίδιο και τα κοτσίφια. Τα ελάφια ορμούσαν, οι αρκούδες τους φόβιζαν, τα κουνέλια και οι λαγοί δεν μπορούσαν να κάνουν κάτι αλλά ορμούσαν κι αυτά. Αυτό το έκαναν όλη μέρα ώσπου οι ξυλοκόποι έφυγαν. Την επόμενη μέρα όμως ξαναγύρισαν. Τα ζώα αναγκάστηκαν να επιτεθούν ξανά ώσπου τελικά τα κατάφεραν. Τότε οι άνθρωποι δεν επιχείρησαν ξανά να κόψουν το δάσος… και ζήσαν αυτοί καλά και εμείς καλύτερα.
Ιωάννα Κ., Ε1΄

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου