Κώνωψ πρὸς λέοντα ἐλθὼν εἶπεν· «Οὔτε φοβοῦμαί σε, οὔτε δυνατώτερός μου εἶ· εἰ δὲ μή, τί σοί ἐστιν ἡ δύναμις; ὅτι ξύεις τοῖς ὄνυξι καὶ δάκνεις τοῖς ὀδοῦσι; τοῦτο καὶ γυνὴ τῷ ἀνδρὶ μαχομένη ποιεῖ. Ἐγὼ δὲ λίαν ὑπάρχω σου ἰσχυρότερος. Εἰ δὲ θέλεις, ἔλθωμεν καὶ εἰς πόλεμον».
Καὶ σαλπίσας ὁ κώνωψ ἐνεπήγετο, δάκνων τὰ περὶ τὰς ῥίνας αὐτοῦ ἄτριχα πρόσωπα. Καὶ ὁ λέων τοῖς ἰδίοις ὄνυξι κατέλυεν ἑαυτόν, ἕως ἀπηύδησεν.
Ὁ δὲ κώνωψ νικήσας τὸν λέοντα, σαλπίσας καὶ ἐπινίκιον ᾄσας, ἔπτατο· καὶ ἀράχνης δεσμῷ ἐμπλακεὶς ἐσθιόμενος ἀπωδύρετο πῶς μεγίστοις πολεμῶν ὑπό εὐτελοῦς ζώου, τῆς ἀράχνης, ἀπώλετο.
Το λιοντάρι είναι το δυνατότερο ζώο, γι' αυτό το λένε βασιλιά του δάσους. Ένα όμως λιοντάρι το είχε πάρει πολύ απάνω του και όλο καυχιόταν για τη δύναμή του. Μια μέρα, εκεί που ξεκουραζόταν κάτω από τη σκιά μιας αγριοβελανιδιάς, το πλησίασε ένα κουνούπι και του είπε:
-Σαν πολύ να μας περηφανεύεσαι, λιονταράκι μου! Θαρρείς πως μόνο εσύ έχεις δύναμη και κανένας άλλος. Και όμως εγώ σου λέω πως άμα θέλω εγώ, το μικρό κουνουπάκι, μπορώ να σε κάνω καλά, να σε νικήσω!
Το λιοντάρι γέλασε, χα, χα, χα, και ούτε καταδέχτηκε να τ' απαντήσει. Θύμωσε το κουνούπι για την περιφρόνηση που του έδειξε και μια και δυο χώνεται στ' αυτί του μέσα, κι αρχίζει να σφυρίζει βσ, βσ, βσ, βσ. Στην αρχή στενοχωρήθηκε το λιοντάρι, μα δεν ήθελε να το δείξει. Έπειτα το κουνούπι χώθηκε μέσα στα μεγάλα ρουθούνια του και άρχισε να του τσιμπά το κρέας. Τρελάθηκε από τη φαγούρα το λιοντάρι.
Το λιοντάρι γέλασε, χα, χα, χα, και ούτε καταδέχτηκε να τ' απαντήσει. Θύμωσε το κουνούπι για την περιφρόνηση που του έδειξε και μια και δυο χώνεται στ' αυτί του μέσα, κι αρχίζει να σφυρίζει βσ, βσ, βσ, βσ. Στην αρχή στενοχωρήθηκε το λιοντάρι, μα δεν ήθελε να το δείξει. Έπειτα το κουνούπι χώθηκε μέσα στα μεγάλα ρουθούνια του και άρχισε να του τσιμπά το κρέας. Τρελάθηκε από τη φαγούρα το λιοντάρι.
Σήκωσε το πόδι του και με τα νύχια του καταμάτωσε τη μύτη του και το αυτί του, και όλο άνοιγε το στόμα του για να καταπιεί το κουνούπι. Μα εκείνο, σβέλτο καθώς ήταν, όλο και του ξέφευγε.
Απελπισμένο και ντροπιασμένο το λιοντάρι, έφυγε τρέχοντας προς το δάσος. Χαρούμενο και περήφανο το κουνούπι που νίκησε το λιοντάρι, σφύριξε χαρούμενο και πέταξε βιαστικό. Εκεί όμως που πετούσε, ξαφνικά μπλέχτηκε στα δίχτυα μιας αράχνης. Αυτό ήταν το τέλος του! Δεν μπόρεσε να ξεμπλεχτεί και καθώς πάλευε σκεφτόταν:
-Φαντάσου. Να τα βάλω μ' ένα λιοντάρι και να το νικήσω, και τώρα... να χάνομαι από μια αράχνη! Τι παράξενη που είναι η ζωή!..
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου