Σελίδες

Δευτέρα 4 Οκτωβρίου 2010

αβγατίζω - αβγαταίνω

αβγατίζω:  
1α. αυξάνω κάτι σε μήκος, πλάτος κτλ., προσθέτοντας ένα κομμάτι
- Είναι κοντό το σκοινί  αβγάτισέ το.
- Aβγατισμένο καλώδιο.
β. αυξάνω κάτι σε αριθμό, όγκο, πλήθος
- Aγωνιζόταν να αβγατίσει τα πλούτη του. 
2. αβγαταίνω

αβγαταίνω:
 1. γίνομαι μεγαλύτερος· αυξάνομαι, πληθύνομαι
 - Mέρα με την ημέρα αβγάταιναν τα πλούτη του κι η δύναμή του.
- Όσο κι αν τα μετράς, δεν αβγαταίνουν. 
2. αβγατίζω

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου