αβγατίζω:
1α. αυξάνω κάτι σε μήκος, πλάτος κτλ., προσθέτοντας ένα κομμάτι
- Είναι κοντό το σκοινί αβγάτισέ το.
- Είναι κοντό το σκοινί αβγάτισέ το.
- Aβγατισμένο καλώδιο.
β. αυξάνω κάτι σε αριθμό, όγκο, πλήθος
- Aγωνιζόταν να αβγατίσει τα πλούτη του.
2. αβγαταίνω
αβγαταίνω:
1. γίνομαι μεγαλύτερος· αυξάνομαι, πληθύνομαι
- Mέρα με την ημέρα αβγάταιναν τα πλούτη του κι η δύναμή του.
- Όσο κι αν τα μετράς, δεν αβγαταίνουν.
2. αβγατίζω
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου