έπαλξη:
1. η καθεμία από τις οδοντωτές προεξοχές που υπάρχουν στην κορυφή ενός τείχους:
Oι επάλξεις του μεσαιωνικού φρουρίου / πύργου.
Oι επάλξεις του μεσαιωνικού φρουρίου / πύργου.
2. (μτφ.) για θέση από την οποία γίνεται κάθε άλλος αγώνας:
Στις επάλξεις των κοινωνικών / των πολιτικών αγώνων.
Στις επάλξεις των κοινωνικών / των πολιτικών αγώνων.
τάφρος:
1. τεχνητό μακρόστενο άνοιγμα στο έδαφος με αρκετό βάθος και πλάτος, μεγάλο χαντάκι:
Mπροστά από τα τείχη άνοιγαν τάφρους, για να εμποδίζουν τους εχθρούς να τα πλησιάζουν.
Mπροστά από τα τείχη άνοιγαν τάφρους, για να εμποδίζουν τους εχθρούς να τα πλησιάζουν.
2. θαλάσσιο ρήγμα που εκτείνεται σε βάθος μεγαλύτερο από 7000 μέτρα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου