Τσίκνα: η μυρουδιά από κρέας που ψήνεται ή καίγεται
Τσικνίζω: α. αφήνω το φαγητό στη φωτιά να καεί, με αποτέλεσμα να μυρίσει τσίκνα β. διασκεδάζω την ημέρα της Τσικνοπέμπτης, π.χ. Εσείς που θα τσικνίσετε;
Τσικνοπέμπτη: η Πέμπτη της δεύτερης εβδομάδας της Αποκριάς. Γιορτάζεται με ψήσιμο κρέατος.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου