Οι καλικάντζαροι αποτελούν ελληνική δοξασία «δαιμονίων» (αρχαία καταγωγή). Εμφανίζονται κατά το Δωδεκαήμερο (25 Δεκεμβρίου- 6 Ιανουαρίου), μιας και τα «νερά είναι αβάφτιστα». Βγαίνουν από τη γη για να πειράξουν τους ανθρώπους τώρα που ο Χριστός είναι και εκείνος αβάφτιστος.
Κατά διάφορες ελληνικές δοξασίες οι καλικάντζαροι ήταν άνθρωποι με κακιά μοίρα μεταβαλλόμενοι σε δαιμόνια, γίνονται δε καλικάντζαροι αυτοί που έχουν γεννηθεί μέσα στο Δωδεκαήμερο εκτός και αν βαπτισθούν αμέσως, ή εκείνοι στους οποίους ο ιερέας δεν ανέγνωσε σωστά τις ευχές του βαπτίσματος, τα τερατώδη βρέφη, ή κατά τους Σιφναίους όσοι πέθαναν στο Δωδεκαήμερο ή αυτοκτόνησαν, στη Μακεδονία: όσοι δεν έχουν ισχυρό Άγγελο για να τους προστατεύει από τον Σατανά.
Άλλες ονομασίες τους είναι: «Καλκατζόνια», «Καλκάνια», «Καλιτσάντεροι», «Καρκάντζαροι», «Σκαλικαντζέρια», «Σκαντζάρια», «Σκαλαπούνταροι», «Τζόγιες», «Λυκοκάντζαροι», «Καλικαντζαρού», «Καλικαντζαρίνες», «Καλοκυράδες», «Βερβελούδες», «Κωλοβελόνηδες» κ.ά.
Είναι μαυριδεροί, τριχωτοί, με ουρά και μακριά χέρια. Ζουν στα έγκατα της γης και με ένα μεγάλο πριόνι αγωνίζονται να κόψουν τον τεράστιο ξύλινο στύλο που κρατά στη θέση της τη γη. Επειδή ο στύλος είναι πολύ χοντρός αυτό χρειάζεται μακρόχρονη προσπάθεια. Παραμονές Χριστουγέννων τα έχουν σχεδόν καταφέρει και το στήριγμα της γης είναι έτοιμο να κοπεί και να πέσει. Χαρούμενοι που τα κατάφεραν επιτέλους, οι καλικάντζαροι βγαίνουν επάνω τη γη για να πειράξουν τους ανθρώπους και για να μην σωριαστεί η γη στα κεφάλια τους.
Δεν μπορούν να βλάψουν τους ανθρώπους αλλά μόνο να τους πειράξουν, να τους ενοχλήσουν. Θεωρούνται μωροί και ευκολόποιστοι.
Τους αρέσει να πλατσουρίζουν μέσα στα δοχεία που έχουν οι νοικοκυρές το λάδι, στα τηγάνια, στα τσουκάλια, στα πιάτα. Λερώνουν τα φαγητά με τα ακάθαρτα νύχια τους και αφήνουν τις ακαθαρσίες τους όπου βρουν. Τίποτε βέβαια δεν κλέβουν, αλλά αναστατώνουν τόσο πολύ το σπίτι που το κάνουν αγνώριστο.
Η ονομασία Καλικάντζαροι προέρχεται από το επίθετο «καλός» και από το «κάνθαρος». Η αρχή των μύθων που είναι σχετικοί με τους καλικάντζαρους βρίσκεται στην αρχαιότητα. Οι Αρχαίοι πίστευαν πως οι ψυχές σαν έβρισκαν την πόρτα του Aδη ανοιχτή, ανέβαιναν στον απάνω κόσμο και τριγύριζαν παντού χωρίς έλεγχο και περιορισμούς.
Πολύ αργότερα οι Βυζαντινοί, γιόρταζαν το Δωδεκαήμερο με μουσικές, τραγούδια και μασκαρέματα. Οι άνθρωποι, έχοντας κρυμμένα τα πρόσωπά τους, έκαναν με πολύ θάρρος και χωρίς ντροπή ό,τι ήθελαν. Πείραζαν τους ανθρώπους στους δρόμους, έμπαιναν απρόσκλητοι σε ξένα σπίτια κι αναστάτωναν τους νοικοκύρηδες: ζητούσαν λουκάνικα και γλυκά για να γλιτώσουν απ' αυτούς έκλειναν πόρτες και παράθυρα. Οι μασκαρεμένοι όμως έβρισκαν πάντα κάποιους τρόπους να εισβάλλουν στα ξένα σπίτια, ακόμα κι από τις καμινάδες. Κι όλα αυτά για δώδεκα μέρες, ως την παραμονή των Φώτων, οπότε με το Μεγάλο Αγιασμό όλα σταματούσαν κι οι άνθρωποι ησύχαζαν.
Εξαφανίζονται τα Φώτα με τον αγιασμό των νερών. Φεύγουν τότε λέγοντας: «Φεύγετε να φεύγουμε κι έφτασε ο τουρλόπαπας με την αγιαστούρα του και με τη βρεχτούρα του...».
Καλή χρονιά με υγεία, αγάπη και δημιουργικότητα!!!!!
ΑπάντησηΔιαγραφή