Σελίδες

Δευτέρα 31 Μαΐου 2010

Ο Ξενοφώντας

Ένα μικρούλι ξυπνητήρι
με ασημένιο κουρδιστήριτο
 φωνάζουν Ξενοφώντα
και έχει όλα τα προσόντα,τους πάντες γύρω να ξυπνάει,για χάρη τους να ξαγρυπνάει.
Σε σπίτι έμενε παλιό,σε ξακουστό αρχοντικό.
Ήταν ρολόι εργατικό,το χρόνο είχε αφεντικό.





Χτυπούσε πάντα ξημερώματα.
Φώναζε:
«Κάτω τα παπλώματα!
Ετοιμαστείτε για δουλειά,στείλτε σχολείο τα παιδιά.»
Μα μία μέρα πού κανε γαργάραμε το λάδι.
Μία αράχνη πονηρή που ζούσε
στο σκοτάδι,
σταματάει να υφαίνει
κι απ’ το ταβάνι κατεβαίνει.


«Σε βλέπω, φίλε μου καλέ,πόσο πολύ δουλεύειςκαι πόσο τις δυνάμεις σου πάνταεσύ ξοδεύεις,όλους εμάς για να ξυπνήσεις,δίχως κάτι να ζητήσεις.
Συνέχεια ζεις μέσα στο άγχος,
πρέπει να νιώθεις σκέτο ράκος,
το χρόνο πάντα να μετράς,μονάχα εσύ να ξαγρυπνάς.
Έχεις φωνή μαγευτική,ζήτα λιγάκι προσοχή!
Μικρέ μου φίλε Ξενοφώντα,
σίγουρα έχεις όλα τα φόντα,
στην όπερα να τραγουδήσεις
κι όλους να τους ξεμυαλίσεις.
Ήρθε η στιγμή να σ’ εκτιμήσουν
κι όλοι να χειροκροτήσουν.»
Και με τα λόγια της αυτά,
του φουσκώνει τα μυαλά.
Ο Ξενοφώντας ξεμυαλισμένος,
όνειρα κάνει ο φαντασμένος.
Θέλει να γίνει ξακουστός,
τραγουδιστής ξεχωριστός.
Το μυαλό του έχει θολώσεικαι 
πριν ακόμη ξημερώσει,
τη φωνή του καθαρίζεικι
 αρχίζει ευθύς να ξεφωνίζει.
Πρόβες κάνει μες το βράδυ,
τραγουδάει στο σκοτάδι.
Δεν τον νοιάζει για το χρόνο,
σκέφτεται τη δόξα μόνο.
Μα μια νυχτιά με ξαστεριά,
που φώναζε μες στη σιγαλιά,
ξυπνήσαν οι νοικοκυραίοι,
ξετρύπωσαν κι οι αρουραίοι!
Κι όλοι μαζί ξενυχτισμένοι,
ήρθαν μπροστά του οργισμένοι.
«Πετάξτε το έξω από δω,
είναι ρολόι παλαβό.
Φωνάζει και ξαναφωνάζει,
όλο τον ύπνο μας ταράζει.
Μας έχει πλέον ξεκουφάνει,
κοντεύει πια να μας τρελάνει!»
Ώσπου μια μέρα ξαφνικά,
ρολόγια ηλεκτρονικά,
χωρίς γρανάζια και κουρδιστήρια,
όλο φωτάκια και ξυπνητήρια,
τ’ αφεντικά φέραν στο σπίτι,
για να γλιτώσουν το ξενύχτι.
Στείλανε τον Ξενοφώντα,
κι ας είχε ένα σωρό προσόντα,
σ’ ένα μικρό παλαιοπωλείο
ξεκούρδιστο και μες στο κρύο.
Κι εκεί αυτός ξεριζωμένος,
μόνος και ξεσπιτωμένος,
δεν τραγουδάει πια το βράδυ,
σιγοκλαίει στο σκοτάδι.
Μια ομπρέλα ξεφτισμένηκι
 απ’ τον καιρό ξεθωριασμένη,
τον Ξενοφώντα ώρες κοιτάεικαι
 στο τέλος τον ρωτάει:
«Γιατί σε φέρανε εδώ,
ρολογάκι μου παλιό;»
Ξαφνιάστηκε το ρολογάκι,
τρόμαξε το κακομοιράκι,
μα ξεθάρρεψε νωρίς
κι απάντησε ευθύς:
«Γιατί τα βράδια τραγουδούσα,
τη δουλειά μου την ξεχνούσα.
Αντί τον κόσμο να ξυπνήσω,
μ’ ένοιαζε πώς να τραγουδήσω.
Μήπως ξέρεις πώς θα φύγω,
από δω πώς να ξεφύγω;»
Μία ξεδοντιάρα χτένα,
που ‘χε δόντια εξήντα ένα,
σε γέλια δυνατά ξεσπάεικι 
ευθύς του απαντάει.
«Εδώ θα μείνεις
 σκουριασμένοκι είσαι,
 ρολόι, ξεγελασμένο,
αν νομίζεις πως θα φύγεις
κι απ’ τη σκουριά πως θα ξεφύγεις.
Να κάτσεις έπρεπε στ’ αυγά σου,
να βλέπεις μόνο τη δουλειά σου.»
«Χτενίτσα μου ξεδοντιασμένη,
μην είσαι τόσο ξινισμένη!
Άφησε το ρολογάκινα μας
 πει ένα τραγουδάκι.»,
είπε ένας ξύλινος ιππότης,
ο ξιφομάχος ο Προκόπης.
Κι άρχισε το ξυπνητηράκινα 
τραγουδάει με μεράκι
και τραγουδήσαν όλοι μαζί
μες στο μικρό το μαγαζί.
Η ξεμαλλιάρα η ξεσκονίστρα,
μια ξεβιδωμένη ξύστρα,
μια κρεμάστρα ξιπασμένη,
μια τρομπέτα σκουριασμένη,
ο ιππότης ο Προκόπης,
η κούκλα της μικρούλας Πόπης,
ένας σιδερένιος πυροσβέστης
και το μπρίκι ο Ορέστης.
Κι έτσι περνούσαν οι βδομάδες,
γλυκά σαν νά ‘ταν λουκουμάδες.
Ώσπου μια μέρα του Μαγιού
μια κοπελιά ξανθομαλλού,
μεσημεράκι κατά τις δύο,
μπήκε στο παλαιοπωλείο.
Έψαχνε ένα ρολόι,
που να είναι από σόι,
συντροφιά να της κρατάει,
τα βράδια να της τραγουδάει,
το πρωί να την ξυπνάει.
Όλα τα πράγματα μαζί
της λένε μες στο μαγαζί:
«Θέλεις ρολόι με προσόντα.
Θέλεις, λοιπόν, τον Ξενοφώντα.
Πάρ’ τον μαζί σου 
και δε θα χάσεις.
\Την πλήξη ευθύς θα την ξεχάσεις.»
Έτσι μια μέρα του Μαγιού,
η κοπελιά η ξανθομαλλού
πήρε μαζί το ξυπνητήρι,
με τ’ ασημένιο κουρδιστήρι.
Του βρήκε σπίτι
 για να ζει
και άφησε το μαγαζί.
(ΤΩΡΑ ΞΕΡΩ ΤΙ ΑΚΡΙΒΩΣ ΣΗΜΑΙΝΕΙ ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΚΟΣ ΧΡΟΝΟΣ!!!)


Μαρία Γαϊτάνου (Εκπαιδευτικός Στ΄2)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου