ψέμα
1. λόγος που δεν είναι αληθινός, που είναι αντίθετος με την αλήθεια.
2. για ό,τι δεν υπήρξε ή δεν υπάρχει· μύθος
ψεματίζω
λέω ψέματα, ψεύδομαι.
ψευδολογώ
λέω σειρά από ψεύδη.
ψευδολογία
το να λέει κανείς συνειδητά ψέματα
ψευδής -ής -ές
που δεν αντιστοιχεί στην πραγματικότητα, που περιέχει ψεύδος
ψευδώς (επίρρ.)
λέγοντας ψεύδη.
ψεύδος (το)
ψευδής λόγος (πληροφορία, ισχυρισμός κτλ.)· ψέμα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου