Ο Σάμουελ Μπέκετ γεννήθηκε το 1906 σε μια επαρχία του Δουβλίνου και πέθανε το 1989 στο Παρίσι όπου είχε εγκατασταθεί μόνιμα απ’ το 1938. Θεωρείται "ιδρυτής" του θεάτρου του παραλόγου.
Έγραψε πεζά, δοκίμια και ποιήματα και στράφηκε στο θέατρο μετά τον πόλεμο. Κάποιες φορές σκηνοθετούσε ο ίδιος τα έργα του. Το 1969 βραβεύτηκε με Νόμπελ λογοτεχνίας.
Έγραψε πεζά, δοκίμια και ποιήματα και στράφηκε στο θέατρο μετά τον πόλεμο. Κάποιες φορές σκηνοθετούσε ο ίδιος τα έργα του. Το 1969 βραβεύτηκε με Νόμπελ λογοτεχνίας.
Χαρακτηρίστηκε ως υπαρξιστής φιλόσοφος του παραλόγου, αλλά συνειδητά ο ίδιος ποτέ του δεν διατύπωσε κάποια υπαρξιακή άποψη. Δε μπορούμε να τον ταυτίσουμε με οποιαδήποτε σχολή. Η κατάταξη του Μπέκετ σ΄ αυτό που ονομάζουμε θέατρο του παραλόγου, οφείλεται στο γεγονός ότι δεν ξέρουμε πού ανήκει. Δεν δίνει κανένα κλειδί για την ερμηνεία - κατάταξη του έργου του. Κάποτε είπε ότι έχει γράψει κάποιους ήχους και ότι ο καθένας είναι ελεύθερος να γράψει μουσική πάνω σ’ αυτούς. To έργο του είναι εξαιρετικά λογικό και -αν έπρεπε να χαρακτηρίζονταν θα μπορούσε να πει κανείς ότι διέπεται από πειθαρχημένη αυστηρή και σκληρή λογική. Μα δεν μπορεί να υπάρξει μια ερμηνεία ασφαλής και όπως έγραψε ο Μάρτιν Έσσλιν: "κάθε απόπειρα να καταλήξει κανείς σε μια ξεκάθαρη και σίγουρη ερμηνεία… θα ήταν τόσο παράλογη, όσο και το να προσπαθήσει να ανακαλύψει και να καθορίσει που ακριβώς αρχίζει και που ακριβώς τελειώνει το περίγραμμα ενός κιάρο–σκούρο σ’ έναν πίνακα του Ρέμπραντ, ξύνοντας τη μπογιά".
Στα έργα του Μπέκετ δεν υπάρχει γραμμική εξέλιξη και η έλλειψη πλοκής είναι ακόμη πιο ολοκληρωτική απ’ ότι στα υπόλοιπα έργα του θεάτρου του Παραλόγου. Συγγραφέας της απελπισίας, του αδιεξόδου, της μάταιης αναζήτησης του θεού, του απελπισμένου κόσμου, του αποσπασματικού λόγου. "Δεν υπάρχει ενότητα στον κόσμο, άρα γιατί να υπάρχει στα κείμενά μας; Ποια η πραγματικότητα; Το έργο, τα ίδια τα κείμενα"
Ήταν δίγλωσσος αλλά προτιμούσε να γράφει στα γαλλικά λόγω των ιδιοτήτων της γαλλικής γλώσσας αλλά και για να αποφύγει τα διάφορα λογοτεχνικά στολίδια που θα χρησιμοποιούσε αν έγραφε στη μητρική του. Επέβαλλε στον εαυτό του αυστηρή πειθαρχία, χωρίς να αφήνει κανένα περιθώρια ευκολίας, πολυτέλειας, εκφραστικής άνεσης. Εξηγούσε πως γράφει στα γαλλικά "… επειδή στα γαλλικά είναι πιο εύκολο να γράψεις χωρίς ύφος"
Η γλώσσα χρησιμοποιείται απ’ τον συγγραφέα ως απόδειξη της κατάντιας και του εκφυλισμού της. Σχετικά μ’ αυτό το παράδοξο Ο Μάρτιν Έσσλιν παρατηρεί: "… αν ο Μπέκετ χρησιμοποιεί τη γλώσσα με σκοπό να της αφαιρέσει την αξία της σαν μέσο εννοιολογικών συλλογισμών, ή σαν όργανο μεταβίβασης ετοιμοπαράδοτων απαντήσεων στα ερωτήματα της ανθρώπινης ύπαρξης, η συνεχής χρήση της γλώσσας εκ μέρους του πρέπει παραδόξως να θεωρείται σαν μια απόπειρα επικοινωνίας, επικοινωνίας του ανεπικοινώνητου". Μα η έλλειψη επικοινωνίας δεν είναι μόνο με το περιβάλλον αλλά και με τον εαυτό και στο θέατρο του Μπέκετ η γλώσσα τελικά λειτουργεί αντιστικτικά με τη δράση που υπονομεύει όσα λέγονται. Στο "Ένα θέατρο ουσίας" ο Γιαν Κοττ λέει πως "στα έργα του Μπέκετ, οι σκηνικές οδηγίες είναι απίστευτα λεπτομερείς και μερικές φορές αποτελούν το ήμισυ του κειμένου. Η δραματική κατάσταση εμπεριέχεται σχεδόν ολοκληρωτικά σε ό,τι είναι οπτικό. Τι σημαίνει όμως αυτό; το ανέφικτο της επικοινωνίας; Τη ζωή που γίνεται αντιληπτή ως φθορά και σήψη; Τη συνείδηση, που για τους υπαρξιστές είναι μια "τρύπα" μέσα σ’ έναν "όντως όντα Κόσμο"; Αν ο Μπέκετ μπορούσε ή ήθελε να μας το πει, θα είχε μεταχειριστεί άλλους τύπους σημείων. Εδώ το "μη λεκτικό" είναι πιο ανησυχητικό από οποιονδήποτε πιθανό διάλογο"
Όλα όσα είναι επουσιώδη για την ανθρώπινη ύπαρξη ο Μπέκετ θα τα αφαιρέσει τολμώντας μια αμφιβολία μεθοδική, μεταφυσική, καθολική. Εάν αμφιβάλω για όλα, αυτό για το οποίο δεν θα αμφιβάλω θα είναι η αλήθεια. Αν αφαιρέσουμε αυτά που δεν είναι αναγκαία στη ύπαρξη, τι μένει; Το ίδιο ερώτημα θέτει και ο Καρτέσιος στον πρώτο στοχασμό. Απομένει ένα πράγμα που σκέφτεται θα πει ο Καρτέσιος. Ο Τσόμσκι θα πει ότι απομένει ένα πράγμα που μιλάει ... χωρίς ήχους.
Πολλοί κριτικοί τον χαρακτήρισαν "απαισιόδοξο προφήτη".Οι ήρωες του βουλιάζουν στο κενό σε μια πτώση που ο θάνατος δε μπορεί να φέρει την ελπίδα γιατί δεν υπάρχει καν αυτή η διέξοδος, καθώς "… κάποια στιγμή η ανία του να ζεις αντικαθίσταται με την οδύνη του να υπάρχεις". Αυτά τα πρόσωπα δεν ανήκουν στο περιθώριο γιατί δεν ανήκουν πουθενά˙ είναι απογυμνωμένα απ’ όλες τις βεβαιότητες μιας ζωντανής ύπαρξης "… και τα πρόσωπα …δείχνουν να μην επιθυμούν τίποτα το ουσιαστικό. Ανάμεσα στην απόλυτη ακινησία τους και το παλλόμενο φως, η αντίθεση αποσβολώνει όποιον θυμάται να έχει εκπλαγεί απ’ το αντίθετο. Οπωσδήποτε είναι φανερό από χιλιάδες ενδείξεις, να φανταστείς ότι δεν κοιμούνται. Μόνο ένας ελαφρός αναστεναγμός, αχ, τίποτα περισσότερο μέσα στη σιωπή και την ίδια στιγμή το μάτι αιχμαλωτίζεται από ένα απειροελάχιστο φρίκιασμα που καταστέλλεται ακαριαία! Άφησέ τους εκεί, ιδρώνοντας και παγώνοντας, είναι καλύτερα από παντού. Όχι, κανένα τέλος ζωής και πάλι όχι, εκεί δεν υπάρχει τίποτα… και καμιά καινούρια ελπίδα …"
Σε όλο του το έργο υπάρχει ο υπαινιγμός ότι όλος ο κόσμος είναι γεμάτος απορίες που αιωρούνται. Μα κι αν δε μπορούμε να βρούμε τις απαντήσεις, μπορούμε τουλάχιστον να απολαμβάνουμε τα ερωτήματα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου