Ουπς, λάθος μου! Σας άκουσα να μουρμουρίζετε "ένα, δύο, τρία...". Να αριθμείτε δηλαδή.
Επειδή οι λέξεις "μετρώ", "μέτρο", "μέτρηση" και "μέτρημα" έχουν πολλές σημασίες στη γλώσσα μας, ώρα να μάθουμε να διακρίνουμε τις σημασίες αυτές ώστε να συνεννοούμαστε καλύτερα.
εγώ μετρώ, εσύ μετράς ...
- μετρώ (αριθμώ) :λέω τους αριθμούς με τη σειρά (ένα, δύο, τρία ...)
- μετρώ : υπολογίζω την τιμή ενός συνόλου (μετρώ πόσοι είναι οι μαθητές της τάξης μας, αντιστοιχίζοντας έναν αριθμό σε κάθε πρόσωπο)
- μετρώ : με το κατάλληλο εργαλείο διαπιστώνω την ποσότητα ή το μέγεθος ενός πράγματος (έχει μήκος δύο μέτρα, ζυγίζει 100 κιλά κ. ά)
- μετράω/μετρώ : με υπολογίζουν, είμαι σημαντικός (η γνώμη μου μετράει)
όλα με μέτρο...
- μέτρο (η μονάδα) : μονάδα μέτρησης μήκους (έχω ύψος ενάμισι μέτρο)
- μέτρο (το εργαλείο) : όργανο που χρησιμοποιούμε για να βρούμε το μήκος (φέρε μου το μέτρο να μετρήσω το ντουλάπι)
- μέτρο : η μέση κατάσταση, η έλλειψη υπερβολής ( "μέτρον άριστον" έλεγαν οι αρχαίοι Έλληνες, τρώω με μέτρο-ούτε πολύ ούτε λίγο)
- μέτρο : ενέργεια ή απόφαση ( θα πάρω τα μέτρα μου, η κυβέρνηση ανακοίνωσε νέα μέτρα)
- μέτρο (στη μουσική) : ένα μέρος μιας μουσικής σύνθεσης, που γράφεται στο πεντάγραμμο μεταξύ δύο κάθετων γραμμών (διαστολών)
μετρήσεις και μετρήματα
- μέτρηση : η σύγκριση με ένα πρότυπο και το αποτέλεσμά της (μετρήστε το μήκος του θρανίου σας και συγκρίνετε τις μετρήσεις σας)
- μέτρημα : συνήθως η αρίθμηση ( άρχισα το μέτρημα και οι άλλοι κρύφτηκαν)
εικόνες:openclipart.org
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου