1. Το να βγει κανείς από κάπου.
π.χ. Του απαγορεύτηκε η έξοδος από τη χώρα.
2. Το σημείο από όπου βγαίνει κάποιος από ένα χώρο.
π.χ.
- Η έξοδος του σπιτιού.
- Η έξοδος κινδύνου.
3. Η ενέργεια με την οποία κάποιος φεύγει από ένα χώρο.
π.χ. Ο τερματοφύλακας έκανε άστοχη έξοδο. (δεν βγήκε σωστά από την εστία του για να αποκρούσει την μπάλα)
4. Η μαζική (πολλοί άνθρωποι) μετακίνηση (αναχώρηση) ανθρώπων. Συνήθως το λέμε για τη μετακίνηση των κατοίκων της πόλης προς την ύπαιθρο (προς τα χωριά τους).
π.χ. Η πασχαλινή έξοδος των Αθηναίων.
5. Η άδεια λίγων ωρών που παίρνει ένας φαντάρος για να βγει από το στρατόπεδο.
6. Η Έξοδος του Μεσολογγίου:
Η διάσπαση των γραμμών των Τουρκοαιγυπτίων που πολιορκούσαν το Μεσολόγγι. Εδώ η λέξη «έξοδος» σημαίνει:
α) το να βγει κανείς από κάπου (να βγουν από το Μεσολόγγι).
β) την ενέργεια με την οποία φεύγει κάποιος από ένα χώρο
7. Η Έξοδος:
α) η φυγή των Εβραίων από την Αίγυπτο με αρχηγό το Μωυσή.
β) βιβλίο της Παλαιάς Διαθήκης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου